παχτώνω

παχτώνω
βλ. πακτώνω (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παχτώνω — πάχτωσα, βλ. πακτώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πακτώνω — (I) και παχτώνω (Α πακτῶ, όω) [πακτός] περιορίζω κάτι σε κλειστό χώρο, ασφαλίζω νεοελλ. καθιστώ κάτι στερεό αρχ. 1. φράσσω, στουπώνω 2. δένω ασφαλώς. (II) και παχτώνω [πάκτο] νοικιάζω αγροτικό κτήμα …   Dictionary of Greek

  • πακτώνω — και παχτώνω πάκ(χ)τωσα, πακ(χ)τώθηκα, πακ(χ)τωμένος, τοποθετώ μόνιμα αντικείμενο μέσα σε λάσπη, γύψο, τσιμέντο, στερεώνω, σφηνώνω: Η βάση της κεραίας της τηλεόρασης πρέπει να παχτωθεί στην ταράτσα, για να σταθεί. Με τη σημασία του «μισθώνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”